Εκατόν είκοσι επτά ώρες κράτησε το µαρτύριό του. Εκατόν είκοσι επτά ώρες παγιδευµένος ανάµεσα σε δύο βράχους, έως ότου έκοψε το χέρι του για να ελευθερωθεί. Μια ιστορία που σοκάρει.
Οπως όλες οι τραγικές ιστορίες, έτσι και η περιπέτεια του Αρον Ράλστον είναι γεµάτη από αντιθέσεις, συναισθήµατα που εναλλάσσονται από στιγµή σε στιγµή. Και στο τέλος, η κάθαρση.
Τύπος µοναχικός, ο Ράλστον είχε, κι έχει, πάθος µε την ορειβασία. Εναν χρόνο πριν από το ατύχηµα εγκατέλειψε την εταιρεία όπου δούλευε ως µηχανικός, για να εξερευνήσει τα βουνά του Κολοράντο. Τον Μάιο του 2003, σειρά είχε η Γιούτα. Εκείνη τη µοιραία µέρα, µόνος µέσα στο άγριο τοπίο, ο Ράλστον άκουγε την αγαπηµένη του µπάντα.
Κάποια στιγµή προσπάθησε να διασχίσει ένα άνοιγµα των βράχων – µήκους ενός µέτρου και βάθους τριών. «Ενιωθα τόσο ευτυχισµένος και τόσο ελεύθερος». Θα ήταν µία ακόµη συναρπαστική εµπειρία αν ένας ογκόλιθος – βάρους τουλάχιστον 350 κιλών – δεν έπεφτε πάνω στο δεξί του χέρι.
«Καθώς έπεφτα, κοίταξα επάνω και είδα τον βράχο να γλιστράει προς τα πάνω µου. Σήκωσα τα χέρια µου και προσπάθησα να σπρώξω το σώµα µου προς τα πίσω για να ξεφύγω, όµως ο βράχος µού πλάκωσε το χέρι».
Ο πόνος ήταν αφόρητος. «Φανταστείτε τον πόνο αν κατά λάθος χτυπήσετε το δάχτυλό σας στην πόρτα, και πολλαπλασιάστε τον επί εκατό. Για 45 λεπτά έβριζα σαν πειρατής», λέει στον Πάτρικ Μπάρκµαν από την «Γκάρντιαν». Κατάφερε να πιάσει ένα µπουκάλι µε νερό που είχε στην τσάντα του, αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε να το πιει όλο. «Ηταν το µόνο που µπορούσε να µε κρατήσει ζωντανό. Το έκλεισα πάλι και προσπάθησα να συγκεντρωθώ».
Η πρώτη σκέψη ήταν η πιο δραστική λύση, η αυτοκτονία. Αµέσως όµως ήρθε και η εναλλακτική. «Είχα µια σουρεαλιστική συζήτηση µε τον εαυτό µου: “Αρον, πρέπει να κόψεις το χέρι σου”. “Μα δεν θέλω να το κόψω!”. Τρεις – τέσσερις ερωταποκρίσεις και σταµάτησα. ∆εν µπορούσα να µιλάω στον εαυτό µου – εκτός αν συνέχιζα για να µη λιποθυµήσω».
Μέσα σε µια στιγµή βρέθηκε σχεδόν θαµµένος κάτω από τους βράχους. Μαζί του δεν είχε παρά ένα µικρό σακίδιο µετα απολύτως, για εκείνον, απαραίτητα: ένα µπουκάλινερό, δύο µπουρίτος, µερικά κοµµάτια σοκολάτας κι ένα µικρό πολυεργαλείο. Είχε ακόµη ακουστικά και µία κάµερα, όχι όµως κινητό – άλλωστε δεν υπάρχει σήµα στην ερηµιά. Είχε επίσης πίστη… στην αυτοσυγκέντρωση και τη λογική του. Οµως η λύτρωση ήρθε έπειτα από µια έκρηξη οργής: δεν υπήρχε άλλη λύση από το να κόψει το χέρι του µε το µαχαίρι τού πολυεργαλείου – το οποίο δεν ήταν καν αρκετά αιχµηρό.
Το έµπηξε στο δέρµα του αλλά µόλις έφθασε στο οστό, ο Ράλστον ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολη η ανατριχιαστική επιχείρηση που θα του χάριζε τη ζωή. Συνέχιζε να σκαλίζει το µαχαίρι κι εκείνο γλιστρούσε στη σάρκα του «όπως στο µαλακό βούτυρο».
Η διαδικασία τού πήρε µία ώρα. «Η στιγµή της ευφορίας ξεπερνούσε τον πόνο». Οσο συνέχιζε γινόταν όλο και πιο έντονη η µυρωδιά της αποσύνθεσης. «Με είχε κυριεύσει οργή. Και ξαφνικά µου ήρθε η ιδέα: “Θα χρησιµοποιήσω τον ογκόλιθο για να το σπάσω το κόκαλο!”». Η κρίσιµη απόφαση του Ράλστον, όπως υποστηρίζει ο ίδιος σήµερα, ήταν περισσότερο αποτέλεσµα της συναισθηµατικής έξαρσης και όχι της λογικής του. Ο ήχος ήταν τροµακτικός, «σαν να έγινε έκρηξη, όµως για µένα ήταν ευφορία. Ο ακρωτηριασµός είχε ήδη πραγµατωθεί στο µυαλό µου: “είναι άχρηστο, θα σε σκοτώσει, ξεφορτώσου το».
Στο φιλµ «127 ώρες» που αναπαριστά την απίστευτη εµπειρία του, ο Ράλστον περιγράφεται ως ένας υπερδραστήριος µοναχικός νέος – 27 ετών τότε – µε απίστευτη αυτοπεποίθηση, που θεωρεί τον εαυτό του αήττητο και κάνει επίδειξη ενώ αναρριχάται στα βουνά. «Είσαι εσύ, πραγµατικά», του λένε οι φίλοι του.
Η αγάπη των άλλων, η σχέση µε την οικογένειά του και τους φίλους του, τον κράτησαν στη ζωή, υποστηρίζει. «Τα κατάφερα ολοµόναχος. Θεός δεν υπάρχει, γιατί αν υπήρχε θα µε είχε βοηθήσει. Επρεπε να ζήσω αυτήν την εµπειρία για να συνειδητοποιήσω ότι Θεός είναι η αγάπη. Η αγάπη µε κράτησε ζωντανό. Η αγάπη µ’ έβγαλε από κει µέσα».
Η απόδραση του Αρον Ράλστον από βέβαιο θάνατο περιγράφεται στο φιλµ «127 ώρες» του βραβευµένου µε Οσκαρ σκηνοθεσίας («Slumdog Millionaire») Ντάνι Μπόιλ. Η ταινία, η οποία παρουσιάστηκε στο51ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ράλστον, τον οποίο υποδύεται ο Τζέιµς Φράνκο – για την ερµηνεία του έχει προταθεί για βραβείο Χρυσής Σφαίρας.
Επί 127 ώρες που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τη σχισµή ενός βράχου, ο ήρωας δοκιµάζειτα όριά του και ανακαλεί στη µνήµη αγαπηµένα του πρόσωπα. Ο 35χρονος σήµερα Ράλστον ξεχωρίζει τη σκηνή όπου προσπαθεί να κόψει το χέρι του αλλά το µαχαίρι βρίσκει εµπόδιο στο οστό του. Στον νου του ξαναζεί εκείνες τις ώρες όπου ο θάνατος και η ζωή εναλλάσσονταν από τη µια στιγµή στην άλλη. «Εκεί που νόµιζα ότι τα κατάφερα, εκεί νόµιζα ότι θα πεθάνω».
Για τις ανάγκες της σκηνοθεσίας, ο Μπόιλ πρόσθεσε στο φιλµ και ορισµένες φανταστικές σκηνές.
Αρχικά, ο Ράλστον δεν αισθανόταν πολύ άνετα µε αυτό.
Στη συνέχεια όµως πείστηκε ότι µε αυτόν τον τρόπο το κοινό θα βιώσει την εµπειρία του αληθινά.Ο ίδιος έχει δει την ταινία οκτώ φορές. Πάντα συγκινείται και κλαίει. «Νοµίζω ότι είναι η καλύτερη ταινία που έχει γίνει ποτέ».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου