O Βρώμικος Πόλεμος των CDS.

Written By Creatore on 9 Μαΐ 2011 | 01:26

Τα «όπλα» επέλασης των αγορών, με στόχο την υποταγή των πολιτών στις τρείς βασικές απαιτήσεις τους: ιδιωτικοποιήσεις, κρατική απορρύθμιση και μείωση των κοινωνικών δαπανών
Όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει στο παρελθόν, μία από τις υφιστάμενες λύσεις για τα τεράστια προβλήματα της χώρας μας, είναι ο μακροπρόθεσμος διακανονισμός του δημοσίου χρέους μας – με τη συμφωνία των δανειστών μας (εθελούσια αναδιάρθρωση).
Εάν δηλαδή κατόρθωνε η (όποια) κυβέρνηση μας να πείσει τους δανειστές μας να αποδεχθούν την αποπληρωμή των χρεών μας («ανταλλαγή» των ομολόγων, τα οποία ευρίσκονται στην κυκλοφορία με καινούργια, ενδεχομένως εγγυημένα), σε 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ανάλογο με το εκάστοτε βασικό της ΕΚΤ (1,25% σήμερα), δεν θα υπήρχε κανένας λόγος εφαρμογής του καταστροφικού προγράμματος του ΔΝΤ.
Χωρίς καμία αμφιβολία, το «πρόγραμμα» του ΔΝΤ μας οδηγεί σε μία χρεοκοπία άνευ προηγουμένου, μέσα από την ύφεση και την ανεργία – αφού αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες (κάθε 1% ανεργία κοστίζει περί τα 400 εκ. €) και μειώνουν τα δημόσια έσοδα (η πτώση του ΑΕΠ κατά 10 δις €, λόγω ύφεσης 4,5% κοστίζει έσοδα άνω των 2,2 δις € – τα οποία καλούμαστε να αναπληρώσουμε με νέους φόρους, οι οποίοι επιδεινώνουν ξανά την ύφεση και σηματοδοτούν έναν ανατροφοδοτούμενο «κύκλο του διαβόλου»).
Περαιτέρω, κάποιες «εναλλακτικές λύσεις» είναι η μονομερής άρνηση πληρωμής του χρέους (απεχθές), η εθελούσια ή μονομερής διαγραφή μέρους του χρέους (haircut), καθώς επίσης η στάση πληρωμών (χρεοκοπία). Κατά την υποκειμενική μας άποψη, καμία από αυτές τις «λύσεις» δεν συμφέρει την Ελλάδα, αλλά ούτε και τους πιστωτές της – ίσως μόνο εκείνους τους κερδοσκόπους, οι οποίοι στοιχηματίζουν «ασύστολα» στο καπιταλιστικό καζίνο (άρθρο μας).
Σε περίπτωση διαγραφής χρεών, οι ζημίες για τις ελληνικές τράπεζες, για τα ασφαλιστικά ταμεία μας και για τους ιδιώτες (κατέχουν πλέον το 30% του χρέους – ήτοι περί τα 100 δις € εσωτερικός δανεισμός), θα ήταν τεράστιες. Εκτός αυτού, η μείωση της αξίας των ακινήτων μας σε περίπτωση χρεοκοπίας κλπ (ακολουθούν συνήθως τους μισθούς), ύψους περίπου 30%, θα μας κοστίσει γύρω στα 200 δις € (όπως η πτώση των τιμών των μετοχών έχει κοστίσει κεφαλαιοποίηση στο χρηματιστήριο άνω των 150 δις €), ενώ θα δημιουργηθούν επί πλέον επισφάλειες στις τράπεζες. Τέλος, η χώρα μας (όχι μόνο το δημόσιο) δεν θα είχε πλέον πρόσβαση σε πηγές διεθνούς χρηματοδότησης τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Αντίθετα, ο μακροπρόθεσμος διακανονισμός είναι προς όφελος όλων, αφού οι απαιτήσεις των πιστωτών παραμένουν ως έχουν και δεν υπάρχει λόγος εμφάνισης ζημιών στους Ισολογισμούς τους – ενώ η χώρα μας δεν αποκόπτεται «άπαξ και δια παντός» από τις αγορές. Όσο για το επιτόκιο, εάν σκεφθεί κανείς ότι οι τράπεζες δανείζονται από την ΕΚΤ με 1,25% (δανείζουν το κράτος με 5,2%), θα καταλάβει ότι δεν αποτελεί μία παράλογη απαίτηση.
Ένας τέτοιος διακανονισμός όμως θα δημιουργούσε προβλήματα στην αγορά των CDS, επειδή δεν είναι νομικά καθορισμένες οι απαιτήσεις των κατόχων τους (ειδικά των «ακάλυπτων»), σε περίπτωση συμφωνίας του δανειστή με τον οφειλέτη – πόσο μάλλον αφού είναι εύλογη η θέση των ιδιοκτητών των CDS, σύμφωνα με την οποία δικαιούνται να αποζημιωθούν, τόσο σε περίπτωση χρεοκοπίας (στάσης πληρωμών), όσο και εάν υπάρξει η οποιαδήποτε συμφωνία διακανονισμού, η οποία ουσιαστικά είναι μίας μορφής «χρεοκοπία».
Ανεξάρτητα τώρα από αυτά, θεωρούμε σκόπιμη την παρακάτω «επιγραμματική» αναφορά μας αφενός μεν στα CDS, αφετέρου στα Spreads, έτσι ώστε να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα των συγκεκριμένων όπλων μαζικής καταστροφής.
ΤΑ CDS ΚΑΙ ΤΑ SPREADS
Τα προϊόντα που συνέβαλλαν στην επιτυχία των CDO’s, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων δηλαδή που είχαν «συσκευάσει» πολλές μαζί δανειακές συμβάσεις διαφορετικού ρίσκου, είναι οι ασφάλειες έναντι πιστωτικών απωλειών – τα Credit Default Swaps ή CDS.
Η επενδυτική τράπεζα, η οποία το 1997 «εφεύρε» τα προϊόντα αυτά, ήταν η JP Morgan. Ειδικότερα, δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα σε μία τράπεζα, η οποία δάνειζε έναν πελάτη της, να εξασφαλιστεί απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους – ασφαλίζοντας την πίστωση προς τον πελάτη της έναντι ενός ποσού, το οποίο βασιζόταν στην ονομαστική αξία των πιστώσεων που παρείχε (κεφάλαιο).
Όταν τώρα ο δανειστής έχει πληρώσει για τα ασφάλιστρα κινδύνου 1.000 μονάδες βάσης (10% του κεφαλαίου), τότε είναι ουσιαστικά υποχρεωμένος να τα χρεώσει στον οφειλέτη – επί πλέον του επιτοκίου που θα ήθελε να κερδίσει. Θεωρώντας αυτό το επιτόκιο ίσο με το 3%, όσον αφορά τα ομόλογα της Ευρωζώνης, με αυτό δηλαδή που «χρεώνεται» το γερμανικό ομόλογο, τότε ο δανειστής θα πρέπει να χρεώσει τον οφειλέτη με ένα επιτόκιο που υπερβαίνει το 13%.
Από την άλλη πλευρά τα Spreads είναι μία ονομασία, η οποία στα ομόλογα δεν αναφέρεται στην απόλυτη κερδοφορία τους, αλλά στον επί πλέον τοκισμό τους – σε σχέση με το επιτόκιο ενός άλλου ομολόγου ιδίας διαρκείας, το οποίο θεωρείται «μηδενικού ρίσκου» (στην περίπτωση της Ευρωζώνης το ομόλογο του γερμανικού δημοσίου, με επιτόκιο περί το 3%). Όταν λοιπόν τα Spreads των δεκαετών ομολόγων καταγράφουν την τιμή των 1.240 μονάδων βάσης (12,40%), τότε το επιτόκιο, με το οποίο θα μπορούσε να δανεισθεί το Ελληνικό δημόσιο, θα ήταν περί το 15,40%.
Περαιτέρω, εάν ο οφειλέτης (κράτος κλπ) δεν μπορέσει να επιστρέψει το δάνειο του, εάν χρεοκοπήσει δηλαδή, τότε ο δανειστής πληρώνεται από τον ασφαλιστή. Κατ’ επέκταση, τα ασφαλισμένα με CDS δάνεια (ομόλογα, CDO’s) που παρέχουν ή αγοράζουν οι τράπεζες, δεν εγγράφονται σαν τέτοια στα βιβλία τους – οπότε συνήθως δεν απαιτείται η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού (fractional reserve) στις κεντρικές τράπεζες.
Οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το τεράστιο ρίσκο των ασφαλιστικών εταιρειών, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός κράτους. Για παράδειγμα, εάν μία χώρα ασφαλισμένη με CDS ύψους 1.000 μονάδων βάσης (10%) χρεοκοπήσει τον πρώτο χρόνο της ασφάλισης της, τότε η ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να πληρώσει το δεκαπλάσιο των ασφαλίστρων που έχει εισπράξει.
Συνεχίζοντας, η JP Morgan είχε την ιδέα να συνδέσει τις δύο χωριστές λειτουργίες, τα ασφαλιστήρια δηλαδή (CDS), καθώς επίσης τις «τιτλοποιήσεις» δανείων (CDO’s), σε μία – δημιουργώντας εξ αυτών ένα καινούργιο σύνθετο (δομημένο) προϊόν: το BISTRO (Broad Index Secured Trust Offering).
Το καινούργιο αυτό σύνθετο προϊόν, το οποίο βαθμολογήθηκε ακόμη και με ΑΑΑ, πουλήθηκε ή εξελίχθηκε σε άλλα παρόμοια (όπως BISTRO’s από BISTRO’s κοκ.) – έως ότου, σε τελική ανάλυση, δεν γνώριζε κανείς ποιος έχει ασφαλίσει ποιόν, γιατί και από πού θα πληρωθεί, στην περίπτωση που πραγματικά χρεοκοπήσει ο ασφαλιζόμενος πελάτης.
Η «φούσκα» αυτή, η οποία υφίσταται παράλληλα με την πρώτη και δεν έχει ακόμη εκραγεί, είναι κατά πολύ μεγαλύτερη – υπολογιζόταν στα 57.325 δις $ το 2008 (για σύγκριση, το παγκόσμιο ΑΕΠ το 2007 ήταν 54.312 δις $), έναντι μόλις 6.396 δις $ που ήταν το 2004. Στην περίπτωση που θα εκραγεί οι τράπεζες, μεταξύ άλλων, οι οποίες τυχόν δεν θα πληρωθούν από τις ασφάλειες, θα υποχρεωθούν να επαναφέρουν στους Ισολογισμούς τους τις απαιτήσεις που έχουν «πουλήσει», με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν με ακόμη περισσότερες ζημίες από αυτές που επωμίσθηκαν ήδη, από την έκρηξη της «φούσκας» των ενυπόθηκων δανείων.
Σήμερα, σύμφωνα με όσα δημοσιεύονται, τα διάφορα CDS αγοράζονται πλέον από τους κερδοσκόπους, μέσω των μεγάλων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες είναι οι νόμιμοι «διαπραγματευτές» τους. Ουσιαστικά βέβαια πρόκειται για «στοιχήματα» (το αντικείμενο τους είναι η χρεοκοπία κάποιας χώρας), τα οποία «εξαργυρώνονται» από τις τράπεζες (ασφαλιστικές εταιρείες) που τα πουλούν, εάν πράγματι η χώρα χρεοκοπήσει.
Εάν θέλουμε λοιπόν να ασφαλίσουμε ομόλογα αξίας 1.000.000 € (τα οποία δεν υποχρεούμαστε να έχουμε στην κατοχή μας), τότε στις 1.000 μβ, θα πρέπει να διαθέσουμε 100.000 € (μία από τις πολλές περιπτώσεις).
Εν τούτοις, με δεδομένο ότι οι κερδοσκόποι πληρώνουν ακόμη και το 10% της αξίας των ασφαλίστρων σαν εγγύηση (Πίνακας Ι, τελευταία στήλη), απαιτούνται 10.000 € – προς εξασφάλιση αξίας 1.000.000 €. Δηλαδή, με μία επένδυση ύψους 10.000 €, μπορεί κανείς να εκατονταπλασιάσει τα χρήματα του – εάν φυσικά κερδίσει (στις 100 μβ μπορεί να τα κάνει «χιλιαπλάσια»).
Συνεχίζοντας διαπιστώνει κανείς ότι, στην περίπτωση που η ασφαλιζόμενη χώρα χρεοκοπήσει (στάση πληρωμών, αναδιάρθρωση χρεών κλπ), τότε ο κερδοσκόπος κερδίζει 100 φορές το κεφάλαιο που επένδυσε – στις 1.000 μονάδες βάσης. Δηλαδή, «στοιχηματίζοντας» 10.000 € κερδίζει 1.000.000 € – στην περίπτωση που χάνει, τότε η απώλεια του είναι 100.000 €.
Αντίθετα η ασφαλιστική εταιρεία, η οποία πουλάει τα CDS, εάν τυχόν χρεοκοπήσει η χώρα, χάνει 1.000.000 € ανά ασφαλιζόμενο – ενώ κερδίζει 100.000 €, επίσης ανά ασφαλιζόμενο, εφόσον δεν χρεοκοπήσει η χώρα (πάντοτε εντός του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος «λήξης» των CDS). Επομένως η τράπεζα (ασφαλιστική εταιρεία), έχει σε κάθε περίπτωση πολλαπλάσιο ρίσκο, σε σχέση με την απόδοση που επιτυγχάνει, συγκρινόμενη με τον κερδοσκόπο.
Επειδή το παράδειγμα είναι αριθμητικά υποθετικό, η απειλή από τα ελληνικά CDS θα μπορούσε να είναι κατά πολύ μεγαλύτερη – όχι μόνο λόγω του ότι πουλήθηκαν CDS με λιγότερο από 1.000 μβ, ενώ για κάθε ομόλογο υπάρχουν πολλοί ασφαλισμένοι (για παράδειγμα, το ίδιο σπίτι έχει ασφαλισθεί από πολλούς γείτονες, ενώ όλοι θα πληρωθούν από την «τελική» ασφαλιστική εταιρεία), αλλά και ένεκα των BISTRO’s, καθώς επίσης των ίδιων των ομολόγων που ασφαλίσθηκαν (στα γερμανικά ασφαλιστικά ταμεία υπολογίζονται 500 Euro-funds με ελληνικά ομόλογα, ύψους 80 δις €, τα οποία αφορούν πολλούς ασφαλισμένους)
Με βάση λοιπόν τα δεδομένα αυτά, αναρωτιέται κανείς εάν είναι δυνατόν να ανταπεξέλθει το «σύστημα», με τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας – όχι μόνο λόγω της απώλειας των ομολόγων αλλά, κυρίως, από τα τεράστια ποσά των ασφαλίστρων, τα οποία θα έπρεπε υποχρεωτικά να αποδοθούν στους κερδοσκόπους. Έχοντας δε «νωπό» το παράδειγμα της Lehman Brothers, από την οποία ουσιαστικά «χρεοκόπησε» η AIG (ασφαλίζοντας τα CDO’s), είμαστε της άποψης ότι, η κατάσταση είναι τουλάχιστον εκρηκτική (αν και πολύ λιγότερο επικίνδυνη, από ότι ήταν ένα χρόνο πριν). Εδώ ακριβώς «εντοπίζεται» η διαφορά (διαπραγματευτικό πλεονέκτημα), μεταξύ των παλαιοτέρων χρεοκοπιών κρατών (Βραζιλία κλπ) και της ενδεχόμενης της Ελλάδας.
Κλείνοντας, τα CDS διαπραγματεύονται στις χρηματαγορές ελεύθερα – χωριστά δηλαδή από τα ομόλογα που ασφαλίζουν, ενώ χρησιμοποιούνται τόσο για τον περιορισμό των επενδυτικών ρίσκων, όσο και για τη διασπορά των κινδύνων. Μπορούν όμως επίσης να χρησιμοποιηθούν με στόχο την κερδοσκοπία – για παράδειγμα, ως στοιχήματα σε σχέση με την πτώχευση μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Στην περίπτωση αυτή ο κερδοσκόπος, αυτός δηλαδή που στοιχηματίζει στη χρεοκοπία ενός άλλου, έχει τεράστιο κίνητρο κέρδους – οπότε έχει κάθε λόγο να συμβάλλει στην «πυρπόληση» του σπιτιού του γείτονα».
Τέλος, παρά το ότι οι παραπάνω «διαδικασίες» δεν είναι συμβατές με την εν γένει ασφαλιστική νομοθεσία, η οποία μεταξύ άλλων απαγορεύει την ασφάλιση αντικειμένων που δεν είναι στην κατοχή μας (ή τη χρέωση ασφαλιστικών «προμηθειών» αυτού του ύψους – συνήθως είναι χαμηλά ποσοστά «επί τοις χιλίοις»), οι αγορές φαίνεται να είναι «υπεράνω των νόμων» – αφού δεν υπάγονται σε αυτούς τους περιορισμούς των «κοινών θνητών».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ανεξάρτητα από τον καπιταλισμό-καζίνο και τα σύγχρονα πολεμικά όπλα του απολυταρχικά μονοπωλιακού, επεκτατικού χρηματοπιστωτικού θηρίου, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι, στη Ν. Κορέα η υπονόμευση της Δημοκρατίας από το ΔΝΤ υπήρξε εντελώς απροκάλυπτη.
Ειδικότερα, το τέλος των διαπραγματεύσεων με το Ταμείο συνέπιπτε με τις τότε προγραμματισμένες προεδρικές εκλογές – ενώ τα προεκλογικά προγράμματα δύο εκ των υποψηφίων κομμάτων ήταν αντίθετα προς τις πολιτικές του ΔΝΤ (όπως συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας, όπου κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης είναι εντελώς αντίθετα με το «μνημόνιο» – αν και δεν είναι σαφής η θέση τους, σε σχέση με τον οργανισμό που το επιβάλλει: με τους συνδίκους του διαβόλου δηλαδή οι οποίοι, εάν δεν «εκδιωχθούν» το συντομότερο δυνατόν, θα οδηγήσουν την Ελλάδα είτε στην υποδούλωση, είτε στη χρεοκοπία).
Σε μία ασυνήθιστα ανοιχτή παρέμβαση λοιπόν στις πολιτικές διαδικασίες ενός ανεξάρτητου έθνους, το ΔΝΤ αρνήθηκε να αποδεσμεύσει τα χρήματα (τη δόση), μέχρι οι τέσσερις κυριότεροι κομματικοί υποψήφιοι της Ν. Κορέας να δεσμευθούν ότι, εάν «νικούσαν» στις εκλογές, θα ακολουθούσαν «απαρέγκλιτα» τους κανόνες του ΔΝΤ. Χάρη σε αυτόν ακριβώς τον «εκβιασμό» το ΔΝΤ θριάμβευσε, αφού όλοι οι υποψήφιοι (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) δήλωσαν γραπτά, εγγυήθηκαν δηλαδή, ότι θα ακολουθούσαν πιστά την πολιτική του. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα συμβεί κάτι ανάλογο στην Ελλάδα, πριν από τη «δόση» του Ιουνίου – ή, το αργότερο, πριν από τη διεξαγωγή των επομένων εκλογών.
Τέλος υπενθυμίζουμε ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις στη Βολιβία εκ μέρους του σοσιαλιστή πρωθυπουργού της, πυροδότησαν μία σειρά από «πολέμους» – αρχικά τον «πόλεμο του νερού» εναντίον της Bechtel, η οποία είχε αγοράσει το σύστημα ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ-ΕΥΑΘ) και είχε αυξήσει τις τιμές κατά 300%, στη συνέχεια τον «πόλεμο των φόρων» εναντίον του σχεδίου του ΔΝΤ που προέβλεπε τη φορολόγηση των μισθωτών (απόλυση ΔΥ, περικοπές μισθών κλπ) για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς επίσης τον «πόλεμο του φυσικού αερίου» (τη «μάχη της ΔΕΗ» στο παράδειγμα της χώρας μας).

www.banknews.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου