Του Θανάση Νικολαΐδη
ΕΙΧΑΜΕ βασιλιάδες και ο λαός πλήρωνε. Απ’ τη βασιλική χορηγία, μέχρι για το δώρο της Σοφίας. Χωρίς να σχολιάζει για «τα’ σκιαζε η φοβέρα» και με την πλειοψηφία(;) βασιλόφρονα εκ πεποιθήσεως και φρονήματος. Με τσαρουχάδες που θα’ τρεχαν στα κατσάβραχα για το καθεστώς και με τη φωτογραφία του βασιλιά στο εικονοστάσι. Ωστόσο, ήταν λαός και πλήρωνε. Σε χρήμα και κόπο, κι όταν χρειάστηκε, με το αίμα του. Για πολέμους που ξεκινάνε πρωθυπουργοί και βασιλιάδες.
ΠΕΡΑΣΑΝ οι δεκαετίες κι άλλαξαν τα καθεστώτα, ορκίστηκαν κυβερνήσεις με σωτήρες μας πιστούς στο σύνταγμα και κομματόσκυλα αντί αυλικών στη…δούλεψή τους. Και περιμέναμε η τύχη μας ν’ αλλάξει. Παγκόσμια, ευρωπαϊκά και ελληνικά. Και, βέβαια, μόλις χορτάσαμε ψωμί, ζητήσαμε παντεσπάνι και μας το’ δωσαν. Με δανεικά στο χέρι και με την ψυχή κολλημένη στην ύλη και την ηδονή της. Τώρα μας τα παίρνει πίσω ο καπιταλισμός (στα…ντουζένια του και χωρίς αντίπαλο).
ΚΑΙ τρέχουμε. Όχι πια για βασιλιάδες και γαμήλια δώρα γαλαζοαίματων. Τρέχουμε γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται και γιατί τα’ χαν κανονισμένα. Να πληρώνει στο τέλος ο λαός που τον διέφθειραν μη διακρίνει τους διεφθαρμένους. Μπουκωμένος αγαθά με ημερομηνία λήξης που δεν την είδε. Και, βέβαια, όσο κι αν τον ενοχοποιήσεις (τον λαό) θυμίζοντας στους νεοέλληνες τα κουσούρια τους, άλλοι καθόριζαν την τύχη του, κρατώντας τα κλειδιά. Μακρινοί και κοντινοί που δεν τους είδες, αφέντες και αφεντικά με την «υπογραφή» σου, άρχοντες πριν γίνουν δυνάστες. Έτσι τα οργάνωσαν και τα’ φτιαξαν, που δεν έχεις βαθμούς ελευθερίας, παρά μόνο να φωνάξεις για να εκτονωθείς. Για βρικόλακες με τη μάσκα τους μην αναγνωριστούν ως πρόσωπα και φορείς ιδεών.
ΔΕΝ τα φάγαμε ισόποσα, ωστόσο, τα φτιάξαν με την ανοχή και, εν πολλοίς, τη συμμετοχή μας. Με τον νομοθέτη (πνιγμένο στα προνόμια) να τα δίνει όλα για της επανεκλογής την ψήφο και τον πολίτη με το βιβλιάριο από γιατρό σε γιατρό να τινάζει στον αέρα το ταμείο του. Ήρθε η ώρα να πληρώσουμε και πληρώνουμε δυσανάλογα. Με δημοκρατία που της έβγαλαν τα μάτια από ψηλά, πριν φτάσει χαμηλά, αόμματη και αρρωστημένη. Με την Ελλάδα απέραντο σκουπιδότοπο της εγκατάλειψης και της αφροντισιάς. Φοράνε, αύριο, τα καλά και το χαμόγελό τους οι πολιτικοί. Μεθαύριο θα ορκίζονται. Φτάνει που «κέρδισαν τις εκλογές». Ο σκουπιδότοπος θα παραμείνει.
ΕΙΧΑΜΕ βασιλιάδες και ο λαός πλήρωνε. Απ’ τη βασιλική χορηγία, μέχρι για το δώρο της Σοφίας. Χωρίς να σχολιάζει για «τα’ σκιαζε η φοβέρα» και με την πλειοψηφία(;) βασιλόφρονα εκ πεποιθήσεως και φρονήματος. Με τσαρουχάδες που θα’ τρεχαν στα κατσάβραχα για το καθεστώς και με τη φωτογραφία του βασιλιά στο εικονοστάσι. Ωστόσο, ήταν λαός και πλήρωνε. Σε χρήμα και κόπο, κι όταν χρειάστηκε, με το αίμα του. Για πολέμους που ξεκινάνε πρωθυπουργοί και βασιλιάδες.
ΠΕΡΑΣΑΝ οι δεκαετίες κι άλλαξαν τα καθεστώτα, ορκίστηκαν κυβερνήσεις με σωτήρες μας πιστούς στο σύνταγμα και κομματόσκυλα αντί αυλικών στη…δούλεψή τους. Και περιμέναμε η τύχη μας ν’ αλλάξει. Παγκόσμια, ευρωπαϊκά και ελληνικά. Και, βέβαια, μόλις χορτάσαμε ψωμί, ζητήσαμε παντεσπάνι και μας το’ δωσαν. Με δανεικά στο χέρι και με την ψυχή κολλημένη στην ύλη και την ηδονή της. Τώρα μας τα παίρνει πίσω ο καπιταλισμός (στα…ντουζένια του και χωρίς αντίπαλο).
ΚΑΙ τρέχουμε. Όχι πια για βασιλιάδες και γαμήλια δώρα γαλαζοαίματων. Τρέχουμε γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται και γιατί τα’ χαν κανονισμένα. Να πληρώνει στο τέλος ο λαός που τον διέφθειραν μη διακρίνει τους διεφθαρμένους. Μπουκωμένος αγαθά με ημερομηνία λήξης που δεν την είδε. Και, βέβαια, όσο κι αν τον ενοχοποιήσεις (τον λαό) θυμίζοντας στους νεοέλληνες τα κουσούρια τους, άλλοι καθόριζαν την τύχη του, κρατώντας τα κλειδιά. Μακρινοί και κοντινοί που δεν τους είδες, αφέντες και αφεντικά με την «υπογραφή» σου, άρχοντες πριν γίνουν δυνάστες. Έτσι τα οργάνωσαν και τα’ φτιαξαν, που δεν έχεις βαθμούς ελευθερίας, παρά μόνο να φωνάξεις για να εκτονωθείς. Για βρικόλακες με τη μάσκα τους μην αναγνωριστούν ως πρόσωπα και φορείς ιδεών.
ΔΕΝ τα φάγαμε ισόποσα, ωστόσο, τα φτιάξαν με την ανοχή και, εν πολλοίς, τη συμμετοχή μας. Με τον νομοθέτη (πνιγμένο στα προνόμια) να τα δίνει όλα για της επανεκλογής την ψήφο και τον πολίτη με το βιβλιάριο από γιατρό σε γιατρό να τινάζει στον αέρα το ταμείο του. Ήρθε η ώρα να πληρώσουμε και πληρώνουμε δυσανάλογα. Με δημοκρατία που της έβγαλαν τα μάτια από ψηλά, πριν φτάσει χαμηλά, αόμματη και αρρωστημένη. Με την Ελλάδα απέραντο σκουπιδότοπο της εγκατάλειψης και της αφροντισιάς. Φοράνε, αύριο, τα καλά και το χαμόγελό τους οι πολιτικοί. Μεθαύριο θα ορκίζονται. Φτάνει που «κέρδισαν τις εκλογές». Ο σκουπιδότοπος θα παραμείνει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου