Οταν πριν από έναν αιώνα δημοσιεύθηκε το κλασικό βιβλίο του Αμερικανού κοινωνιολόγου Θ. Βέμπλεν «Η θεωρία της αργόσχολης τάξης», δεν ήταν ασφαλώς προβλέψιμη η εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, που θα κατέληγε στην επικράτηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, απειλώντας την κρατική κυριαρχία. Ομως ήδη από τότε είχαν διαγνωσθεί οι συνέπειες που επιφέρουν η ακραία συσσώρευση πλούτου στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας και η διεύρυνση του αριθμού των φτωχών και των κοινωνικά αποκλεισμένων...
Ο Βέμπλεν δεν ανέλυσε μόνο τις καταναλωτικές συμπεριφορές και τη σημασία του κοινωνικού status, του γοήτρου και των συμβολικών ιεραρχήσεων για την αναπαραγωγή των οικονομικών ελίτ. Ταυτόχρονα εξηγεί πώς η χαρακτηρολογική τους διαμόρφωση και η συγκρότηση ιδιωτικών μικρόκοσμων, περιχαρακωμένων από τη μαζική κοινωνία, επηρεάζουν τη λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας, προετοιμάζοντας το πεδίο για την αδιαφανή λήψη αποφάσεων, που επικυρώνονται εκ των υστέρων με επικοινωνιακές τεχνικές.
Η προκλητική κατανάλωση, ο ιδιότυπος σνομπισμός των ποικίλων διασημοτήτων και οι πολυτελείς ασχολίες των οικονομικών ελίτ συνεχίζουν να διεγείρουν το ενδιαφέρον, τον φθόνο ή τον πιθηκισμό των νεόπτωχων της χρεοκοπημένης ελληνικής πολιτείας. Αν εκεί όπου στεγάζονταν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με είδη ευρείας κατανάλωσης βρίσκονται πλέον μόνιμα ενοικιαστήρια, τα καταστήματα πολυτελείας ελάχιστα φαίνεται να επηρεάζονται. Στην Ελλάδα δεν άκμασε βέβαια ποτέ μια αργόσχολη τάξη έτσι όπως συνέβη στα ανεπτυγμένα δυτικά κράτη, αλλά οι κομπραδόροι, οι κρατικοδίαιτοι παράσιτοι, οι ραντιέρηδες και οι μάγοι των κοινοτικών κονδυλίων. Εχοντας μεταφέρει τα κεφάλαιά τους σε δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή οικονομικούς παραδείσους, οι ημεδαπές οικονομικές ελίτ δεν μοιάζουν να κόπτονται πλέον για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, πόσω μάλλον για την κατάρρευση της μεσαίας τάξης και την τύχη των αυξανόμενων άνεργων, ανασφάλιστων, αποκλεισμένων μαζών.
Ο,τι είναι ακριβό είναι καλό, έγραφε ο Βέμπλεν, αφού συμβάλλει στην ανάδειξη του κοινωνικού status. Ομως σε περιόδους πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης όπως η σημερινή, οι ακραίες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη. Η ελληνική κοινωνία δεν βίωσε ποτέ τόσο έντονες αποκλίσεις μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων στρωμάτων, με αποτέλεσμα τα ίχνη της ταξικής σύγκρουσης να είναι λιγότερο διακριτά. Στην πραγματικότητα, τόσο η τάξη των μεγάλων επιχειρηματιών όσο και των πανταχόθεν βαλλόμενων εργαζομένων θεωρούν ως «κοινό εχθρό» το ελληνικό κράτος, που βραχυκυκλώνει την επιχειρηματικότητα και αποτυγχάνει να εγγυηθεί ελάχιστα εισοδήματα ή να οργανώσει ένα αποτελεσματικό δίκτυο κοινωνικής προστασίας για τους μη έχοντες. Πρόκειται βέβαια για το ίδιο κράτος που αδιακρίτως απομυζούσαν επί δεκαετίες.
Υπό αυτήν την έννοια η οικονομική ανισότητα και η κοινωνική σύγκρουση δεν οξύνουν τα ταξικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, αλλά την κρίση του πολιτικού συστήματος. Η αργόσχολη τάξη μπορεί, λοιπόν, εκ του ασφαλούς να απολαμβάνει τα προνόμια του γοήτρου της και να ασκεί υψηλή κριτική, την ίδια στιγμή που η πολιτική τάξη παίζει κορώνα-γράμματα το κεφάλι της απέναντι στα οργισμένα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα.
Από τον Ξενοφώντα Κοντιάδη, Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρο Ιδρύματος Τσάτσου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου