ΑΠ’ το μπαξίσι της τουρκοκρατίας στο λάδωμα του σύγχρονου ρωμιού και η ζωή συνεχίζεται. Με το «αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει» και τα… παραδοσιακά μας ισχυρά, ισχύοντα και σχεδόν ανέπαφα. Προσαρμοσμένα στα σημερινά κι ας είμαστε Ευρώπη (γεωγραφικά), με δυσανεξία στις πρακτικές των εταίρων μας. Το γρηγορόσημο καλά κρατεί, το φακελάκι πάει σύννεφο, η κλίκα, η παρέα, το σινάφι, η διαπλοκή κι όλα μαζί να τα σκεπάζει ο πέπλος της διαφθοράς. Κι αν κάποια ελπίδα αχνοδιαγράφεται, είναι απ’ την παρέμβαση (δυστυχώς) των ξένων στα πλαίσια της κρίσης και τις κάποιες σκέψεις μας για αναγκαστική προσγείωση. Μ’ αυτά τα «χαρίσματα» και με το (ελληνικό) φιλότιμο παροπλισμένο, βρεθήκαμε ξαφνικά στην παγωμένη λίμνη. Δεν το’ βαζες στο νου πως η Ελλάδα (της σπατάλης) των ελλήνων (της ανεμελιάς) ήταν τόσο βαθιά χωμένα στο τέλμα...
ΑΣ ξανάρθουμε στα σύγχρονα και καθημερινά. Υποφέρει σήμερα ο ιδιώτης, αλλά η αγωνία του είναι αλλιώτικη από εκείνην του εργαζόμενου στο δημόσιο. Είχε τα κέρδη του (συνυφασμένα με διάθεση για αισχροκέρδεια), ασκούσε και το… σπορ της φοροδιαφυγής. Άρπαζε ο (παν)άσχετος δάνεια για βιοτεχνία, έκτιζε δυο ντουβάρια για «επένδυση» και η «επέκταση» του διεύρυνε το δάνειο-συχνά θαλασσοδάνειο- μετά μιζών και λαδωμάτων. Σήμερα, «κλαίει» και τον «κλαις», αλλά καθένας τα ίδια θα’ κανε στη θέση του. Σε Κράτος αδιάφορο στην κομπίνα και με την ψήφο «ανταλλακτική σταθερά» για τους εκλογικούς… θριάμβους των κομμάτων και των κυβερνήσεων.
ΕΚΑΝΕ ό,τι έκανε ο ιδιώτης και σήμερα «πληρώνει». Με την αγωνία να του τρώει τα σωθικά και την ανασφάλεια να του χαλάει τη ζωή. Με το λαδωτήρι άδειο, ωστόσο, να το κρατάει ακόμα στο χέρι, με το γρηγορόσημο να δίνει κι αυτό τη μάχη του για επιβίωση και το φακελάκι να αμύνεται στο χρόνο.
Ο «δημόσιος» που ισχυρίζεται πως «έκτισε την Ελλάδα» με τον οβολό του απ’ την αναγκαστική του φορολόγηση, δεν κάνει πίσω απ’ τα προνόμια και τα «κεκτημένα». Στρατιές υπεράριθμα διορισμένων στα υπουργεία το’ δεσαν κόμπο πως το Κράτος θα κόψει το λαιμό του για να ανταποκριθεί στο ύψος του μισθού τους και με απείραχτα τα επιδόματα. Χιλιάδες εργαζομένων και «εργαζομένων» σε συνθήκες κλιματισμού που κέρδισαν τη ζωή τους «μουντζουρώνοντας λευκά, αθώα χαρτιά (Καρυωτάκης)» δεν έβαλαν τη δικιά τους σιγουριά δίπλα στην αγωνία του ιδιώτη για να βγάλουν τη διαφορά.
ΓΙΑ τους όλων των λογιών καλοπερασάκηδες, να θυμηθούμε τον Τσε Γκεβάρα: «Επανάσταση δεν γίνεται χωρίς επαναστάτες».
Του Θανάση Νικολαΐδη
ΑΣ ξανάρθουμε στα σύγχρονα και καθημερινά. Υποφέρει σήμερα ο ιδιώτης, αλλά η αγωνία του είναι αλλιώτικη από εκείνην του εργαζόμενου στο δημόσιο. Είχε τα κέρδη του (συνυφασμένα με διάθεση για αισχροκέρδεια), ασκούσε και το… σπορ της φοροδιαφυγής. Άρπαζε ο (παν)άσχετος δάνεια για βιοτεχνία, έκτιζε δυο ντουβάρια για «επένδυση» και η «επέκταση» του διεύρυνε το δάνειο-συχνά θαλασσοδάνειο- μετά μιζών και λαδωμάτων. Σήμερα, «κλαίει» και τον «κλαις», αλλά καθένας τα ίδια θα’ κανε στη θέση του. Σε Κράτος αδιάφορο στην κομπίνα και με την ψήφο «ανταλλακτική σταθερά» για τους εκλογικούς… θριάμβους των κομμάτων και των κυβερνήσεων.
ΕΚΑΝΕ ό,τι έκανε ο ιδιώτης και σήμερα «πληρώνει». Με την αγωνία να του τρώει τα σωθικά και την ανασφάλεια να του χαλάει τη ζωή. Με το λαδωτήρι άδειο, ωστόσο, να το κρατάει ακόμα στο χέρι, με το γρηγορόσημο να δίνει κι αυτό τη μάχη του για επιβίωση και το φακελάκι να αμύνεται στο χρόνο.
Ο «δημόσιος» που ισχυρίζεται πως «έκτισε την Ελλάδα» με τον οβολό του απ’ την αναγκαστική του φορολόγηση, δεν κάνει πίσω απ’ τα προνόμια και τα «κεκτημένα». Στρατιές υπεράριθμα διορισμένων στα υπουργεία το’ δεσαν κόμπο πως το Κράτος θα κόψει το λαιμό του για να ανταποκριθεί στο ύψος του μισθού τους και με απείραχτα τα επιδόματα. Χιλιάδες εργαζομένων και «εργαζομένων» σε συνθήκες κλιματισμού που κέρδισαν τη ζωή τους «μουντζουρώνοντας λευκά, αθώα χαρτιά (Καρυωτάκης)» δεν έβαλαν τη δικιά τους σιγουριά δίπλα στην αγωνία του ιδιώτη για να βγάλουν τη διαφορά.
ΓΙΑ τους όλων των λογιών καλοπερασάκηδες, να θυμηθούμε τον Τσε Γκεβάρα: «Επανάσταση δεν γίνεται χωρίς επαναστάτες».
Του Θανάση Νικολαΐδη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου