Kurt Lenk
Σαν μέσα μαζικής επικοινωνίας θεωρούνται γενικά όχι μόνο ο τύπος, ο κινηματογράφος, η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, αλλά επίσης οι δίσκοι, κασέτες, βιντεοταινίες, κτλ. Το κοινό στοιχείο σε όλα αυτά τα μέσα είναι η ποσοτικά μεγάλη διάδοση, η σχετική ομοιομορφία του περιεχομένου, και ο μονόπλευρος χαρακτήρας της επικοινωνίας που προσφέρουν χάρη στον οποίο εξασφαλίζεται η ενσωμάτωση μεγάλων και συχνά ετερογενών στρωμάτων του πληθυσμού...
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν ήδη εξελιχθεί σε κοινωνικο-πολιτιστικούς θεσμούς, ανάλογους με τους θεσμούς των πρωτόγονων πολιτισμών που ήταν γνωστοί στην εθνολογία του προηγούμενου αιώνα σαν «ανιμιστικές θρησκείες». Η διαφορά απέναντι στους θεσμούς εκείνους έγκειται ουσιαστικά μόνο στο γεγονός ότι στα σημερινά μαζικά μέσα είναι ανοιχτό το θέμα «ποιός λέει τί σε ποιόν, σε ποιό κανάλι, και με ποιό σκοπό». Αντίθετα στους πρωτόγονους πολιτισμούς ήταν ξεκαθαρισμένο ποιός θα παίξει τον ρόλο του «πνεύματος» και ποιός του «δέκτη». Από τότε έχουν μεσολαβήσει μάγοι, μάντεις, ιερείς, που γιάτρευαν ή χόρευαν τον χορό της βροχής, με ουσιαστικό ρόλο την μεσολάβηση και την επικοινωνία με τα πνεύματα και τους προγόνους.
Αν ανοίξουμε ένα παλιότερο λεξικό και αναζητήσουμε την λέξη «medium» (= μέσο επικοινωνίας), θα συναντήσουμε κατά κανόνα μία παραπομπή στο λήμμα «πνευματισμός». Παρόλη την διαφορά της από την σημερινή έννοια των μαζικών μέσων επικοινωνίας, η έννοια του «μέντιουμ» εξακολουθεί να έχει ένα κοινό με αυτά: την μεταβίβαση πληροφοριών από τον «άλλο κόσμο», που σήμερα δεν είναι παρά ο υπόλοιπος κόσμος, πέρα από τους τέσσερις τοίχους του θεατή. Η υποβλητικότητα και η γοητεία που έχουν ιδιαίτερα οι «ζωντανές μεταδόσεις», δεν είναι ξένη προς την αντίστοιχη υποβλητικότητα των πνευματιστικών «μέντιουμ». Ο μέσος (δυτικό-)Γερμανός παρακολουθεί κατά μέσο όρο 2 ώρες καθημερινά τηλεόραση τις εργάσιμες ημέρες, και πάνω από 3 ώρες Σάββατο και Κυριακή. Ο χρόνος που αφιερώνει σε διάβασμα είναι μισή ώρα κατά μέσο όρο για εφημερίδες (συνήθως τοπικές) και περιοδικά, και κάτω από 15 λεπτά για βιβλία.
Όταν η παραστατικότερη και άρα «πειστικότερη» εικόνα πάρει την θέση του γραπτού λόγου, το αποτέλεσμα είναι ο βαθμιαίος περιορισμός της αφαιρετικής δραστηριότητας και του νοητικού προβληματισμού. Η τηλεόραση —και σε μικρότερο βαθμό το ραδιόφωνο— διαμορφώνει πολιτικές απόψεις, ακόμη και όταν δεν μεταδίδει τίποτε το φανερά πολιτικό. Όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, και όχι μόνο ο τύπος, αποτελούν ένα είδος «τέταρτης εξουσίας». Η τηλεόραση είναι ένα μέσον που επιδρά στον συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη. Οι συγκεκριμένες και ζωντανές εικόνες έχουν πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από τον έντυπο λόγο, ο οποίος προκαλεί τουλάχιστον τον σκεπτικισμό του αναγνώστη καθώς απαιτεί προσπάθεια για να κατανοηθεί. Ο χαρακτηρισμός «ζωντανός» μπορεί να συνδεθεί μόνο με την εικόνα. Αλλά η «ζωντανή» εικόνα δεν είναι υποχρεωτικά πραγματική.
Ανεξάρτητα από την προσωπική στάση του καθενός απέναντι στις θετικές, αρνητικές ή ουδέτερες επιδράσεις της τηλεόρασης, το γεγονός είναι ότι η εικόνα κυριαρχεί πάνω στις συζητήσεις και τις διαθέσεις, και οπωσδήποτε έχει βαθιά επιρροή στον κόσμο των παραστάσεων εκείνων στους οποίους απευθύνεται.
Οι δυσκολίες αρχίζουν ήδη από το θέμα της «δημοσιότητας» της τηλεόρασης. Από την μία πλευρά το τηλεοπτικό κοινό —δηλαδή η πλειοψηφία των τακτικών καταναλωτών αυτού του μαζικού μέσου— δεν αποτελεί ένα κοινό που θα ήταν πραγματικά σε θέση να παρουσιάσει μία δημόσια αντίδραση με πολιτικές συνέπειες. Αντίθετα αποτελείται από έναν κυριολεκτικά ανώνυμο στρατό μεμονωμένων ατόμων και μικρών ομάδων, οι επιθυμίες των οποίων μπορούν ίσως να διαπιστωθούν με την βοήθεια δημοσκοπήσεων, αλλά οι οποίοι δεν μπορούν να διαμορφώσουν συνεπή συνολική πολιτική θέληση. Είναι αμφίβολο αν με την «μονοδρομική» δομή της τηλεόρασης θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί «κοινή γνώμη». Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι αυτοί που βρίσκονται στην θέση του «θεατή» δεν είναι εύκολο και ούτε έχουν την θέληση να αντιμετωπίσουν με δυσπιστία αυτά που βλέπουν.
Αν στο σημείο αυτό κάναμε λόγο για «σκηνοθεσία», αυτό θα σήμαινε ότι η σκηνοθεσία μπορεί να διαχωρισθεί από την «πραγματικότητα», κάτι που προϋποθέτει μία αρκετά σοβαρή κριτική ικανότητα από την πλευρά του θεατή.
Με την συνεχιζόμενη και αυξανόμενη τηλεοπτική κατανάλωση, ο ήδη υπερφορτωμένος θεατής βρίσκεται διαρκώς περισσότερο απομονωμένος και αβοήθητος. Και αυτό που κάνει συνήθως κάποιος που αισθάνεται αβοήθητος, είναι να αναζητήσει λαβή από τις υπάρχουσες δομές, να προσαρμοσθεί στο κλίμα των αντιλήψεων γύρω του, το κλίμα δηλαδή που του μεταφέρεται —αν δεν κατασκευάζεται— από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Και από την άλλη πλευρά, αυτό που αποφεύγουν οι δημιουργοί των προγραμμάτων είναι να προξενούν δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, κάτι που κατά κανόνα συμβαίνει όταν θίγονται καθιερωμένες «αυτονόητες» συνήθειες, όταν τα πράγματα δεν γίνονται «όπως πρέπει».
Η εικόνα και οι πολύπλευρες δυνατότητες παρουσίασής της, ο καταιγισμός των οπτικών ερεθισμάτων, έχουν παραγκωνίσει τον ακουστικό λόγο, δηλαδή την ουσιαστική πληροφορία, σε δευτερεύοντα ρόλο. Αυτό που μεταδίδεται από την τηλεόραση, το μήνυμα, επειδή ακριβώς είναι κυρίως εικόνα και όχι λόγος, οδηγεί τον θεατή σε μία παθητική καταναλωτική στάση.
Η τηλεοπτική εικόνα γίνεται πιστευτή, αλλά η πιστευτή εικόνα δεν γίνεται απόλυτα κατανοητή, και ούτε θα μπορούσε ποτέ να γίνει, αφού έρχεται αμέσως η επόμενη εικόνα που δεν αφήνει χρόνο για προβληματισμό πάνω στην προηγούμενη. Φαντάσματα, που διεισδύουν στο δωμάτιο του αποδέκτη, και αναβάλουν επ' αόριστον την λογική επεξεργασία των λαμβανόμενων λεκτικών πληροφοριών μεταβάλλοντας την πληροφόρηση σε απλό οπτικό καταναλωτισμό: ο ουσιαστικός προορισμός του τεχνολογικού θαύματος της τηλεόρασης.
Η συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των σημερινών θεατών καταλαμβάνεται συστηματικά από προγράμματα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που παίρνουν την θέση των «προσωπικών αναγκών». Τα ενδιαφέροντα που έχουν γίνει υποκειμενικά —καθώς έχουν αποκοπεί από τα κοινά— καλύπτονται από τα μαζικά μέσα, και συχνά παραγκωνίζονται από άλλα, χάρη στην τεχνική πρόοδο. Με τον τρόπο αυτό έχει μεταβληθεί ριζικά η σχέση μεταξύ «ιδιωτικής» και «δημόσιας» ζωής. Στην θέση της «προσωπικής σφαίρας», της αυτοσυγκέντρωσης και της περισυλλογής, έχει περάσει ένα ανώνυμο «πρόγραμμα», που, χωρίς να έχει σημασία το συγκεκριμένο περιεχόμενο του, εξυπηρετεί την ισοπέδωση της προσωπικής ταυτότητας, τον παραμερισμό των υποκειμενικών αναμνήσεων, και άρα την «λήθη».
Το κριτήριο για την επιτυχία ενός προγράμματος, τα υψηλά ποσοστά ακροαματικότητας, είναι ήδη ένα προϊόν της παθητικής νοοτροπίας των αποδεκτών, ο ελεύθερος χρόνος των οποίων καταναλώνεται με την παρακολούθηση των προγραμμάτων.
Ο τηλεοπτικός εθισμός είναι το τεχνικά τελειοποιημένο υποκατάστατο για την έλλειψη της πραγματικής επικοινωνίας. Η ισότιμη επικοινωνία προϋποθέτει διαδικασίες κατανόησης, στο πνεύμα ενός διαλόγου μεταξύ υποκειμένων με μεταβιβάσιμο σύνολο παραστάσεων, ενώ η τηλεόραση παραμένει ένας εξωτερικός μονόλογος, που χάρη στην τεχνική του τελειότητα διαθέτει το κύρος της δημόσιας δεσμευτικότητας.
Τα τηλεοπτικά μέσα σκηνοθετούν ψευτο-διαλόγους και παράγουν ανώνυμα πρότυπα αναγκών, προσφέροντας ευκαιρίες ταύτισης με αυτά, την πραγματοποίηση της οποίας όμως δεν επιτρέπει. Η οικογένεια απαλλάσσεται από την υποχρέωση ενός διαλόγου. Καθώς δεν έχει κανείς να πει τίποτε, αφήνει το «κουτί» να μιλάει, ενώ κατά κανόνα ούτε τα ερεθίσματα που προσφέρει αυτό χρησιμεύουν σαν αφορμές για επικοινωνία, έστω και με την μορφή «καυγά». Η παράλυση των παθητικών θεατών αντικατοπτρίζεται από την πολιτική απάθεια του εκλογικού σώματος, που έχει γίνει κανόνας. Ο θεατής μαθαίνει από την τηλεόραση για την πολιτική: ότι η τάδε συγκεκριμένη απόφαση είναι επιτυχία των τάδε πολιτικών, που μόλις συνεδρίασαν και κατέληξαν στην τάδε απόφαση, και από τις χειραψίες και τα χαμόγελα των οποίων μπροστά στον φακό μπορεί κανείς να καθησυχασθεί, ότι παρά τις δυσμενείς συγκυρίες βρέθηκε η καλύτερη δυνατή λύση. Ή ακόμη, αν δεν έχει βρεθεί η λύση: αυτός που τους είδε από το δωμάτιο του να κατεβαίνουν προβληματισμένοι τα σκαλοπάτια έξω από το κτίριο της συνεδρίασης, θα είχε ποτέ το θράσος να τους κατακρίνει, ή να σκεφθεί ότι θα μπορούσε ίσως ο ίδιος να τα καταφέρει καλύτερα;
Το μήνυμα που έρχεται από την οθόνη είναι σαφές: η πολιτική είναι το πεπρωμένο των πολλών, και βρίσκεται στα χέρια των λίγων, που κάνοντας χαμογελαστοί αισιόδοξες δηλώσεις υποβάλλουν τα έργα τους κάθε τετραετία στην κρίση των εκλογέων. Η εξατομίκευση και η αντιστροφή της «προσωπικής ζωής», που έχει στραφεί προς την δημόσια, αλληλοσυμπληρώνονται, και κάνουν την πολιτική να εμφανίζεται σαν κάτι το απόλυτο και υπερβατικό στον ορίζοντα των θεατών.
Αυτό που προσφέρει η τηλεόραση χάρη στην δομή της, όσον αφορά την σχέση της με την πολιτική, μπορεί να περιγραφεί σαν η τυποποίηση και η επισφράγιση της αποξένωσης του εκλογέα από την πολιτική, και παράλληλα η εξύψωση αυτής της αποξένωσης σε ένα καθεστώς δεύτερης φύσης. Έτσι η πολιτική αποκτά τον χαρακτήρα ενός τομέα της ψυχαγωγίας, μίας ψυχαγωγίας που δεν είναι πάντοτε επιτυχημένη, κάτι που αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι οι πολιτικές εκπομπές συνήθως μεταδίδονται σε ώρες με μικρή ζήτηση, σαν ένα αναγκαίο κακό για την συμπλήρωση του προγράμματος.
Η τηλεόραση είναι η τεχνικά τελειοποιημένη κατάσταση της εξάρτησης. Τεχνικά τελειοποιημένη, επειδή για να υπάρξει εξάρτηση πρέπει να υπάρχει παράλληλα και ένας βαθμός αυτονομίας, η εκμηδένιση της οποίας είναι ακριβώς η ιδιαίτερη επιτυχία ενός τόσο ολοκληρωτικού μέσου όπως η τηλεόραση. Για να μπορεί να γίνει λόγος για παθητική αποδοχή και απλή αναπαραγωγή της αλλοτριωμένης ύπαρξης των υποκειμένων που έχουν απογυμνωθεί από την συνείδηση τους, είναι απαραίτητο να υπάρχει ο ορισμός της αυτόνομης διαφοροποίησης μεταξύ ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, η οποία όμως ιστορικά έχει δεθεί με τον διαχωρισμό μεταξύ προσωπικής ζωής και δημοσιότητας, τον πυρήνα του αστικού τρόπου ζωής, που σήμερα έχει πάψει να υπάρχει. Έτσι είναι εύκολο για ένα μαζικό μέσον όπως η τηλεόραση να παρεμβαίνει στην ήδη κορεσμένη ιδιωτική σφαίρα και να την προγραμματίζει.
Η αλλοτρίωση που προκαλείται από την τηλεόραση και τις περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες, κυρίως τα αστυνομικά έργα και τα γουέστερν, έχει περιγραφεί από τον Adorno με την εξής εικόνα: «Η τέχνη ... περιπλανείται μεν σαν αμάξι τσιγγάνων σε όλο τον κόσμο, αλλά ουσιαστικά δεν βγαίνει ποτέ από το στούντιο».
Η αρνητική έννοια της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, όπως έχει καθιερωθεί μέσα από τα τηλεοπτικά μέσα, είναι από πολιτική άποψη ύποπτη, και μάλιστα όχι επειδή τα περισσότερα προσφερόμενα ερεθίσματα είναι «φτηνά» ή «χαμηλού επιπέδου», αλλά επειδή χάρη στην τηλεόραση έχει χαθεί κάθε δυνατότητα αυθορμητισμού και αυτόνομης κριτικής.
Η κριτική προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προκαλεί από την άλλη πλευρά με ευκολία τις υποψίες για νοσταλγική προσκόλληση στο παρελθόν (έντυπος λόγος, φωτογραφία, κινηματογράφος) και ρομαντική απόρριψη της τεχνικής επανάστασης των ηλεκτρονικών μέσων. Όμως ακόμη και αν ήταν έτσι, η τάση αυτή θα ήταν καταδικασμένη. Τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας υπάρχουν, και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς.
Η κριτική πάντως δεν στρέφεται εναντίον των τεχνικών δυνατοτήτων που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά προσανατολίζεται στο θέμα της χρήσης τους. Αναμφίβολα τα μέσα αυτά αποτελούν μία απάντηση στην μαζική ανάγκη για πλουραλισμό και ευκολία πρόσβασης στην πληροφόρηση, για διεύρυνση των δυνατοτήτων πρόσληψης παραστάσεων: αλλά ταυτόχρονα εκμεταλλεύονται αυτή ακριβώς την ανάγκη. Η ελκυστικότητα των μαζικών μέσων δεν στηρίζεται στην δημιουργία τεχνητών αναγκών, αλλά στην εκμετάλλευση υπαρκτών και νόμιμων αναγκών. Η ύπαρξη αυτών των μέσων εγείρει υποσχέσεις και προσδοκίες, οι οποίες δεν εκπληρώνονται με τον τρόπο της χρησιμοποίησής τους.
Τέτοιες φυσιολογικές και παραδεκτές ανάγκες, που εκφράζονται με την κατανάλωση των μέσων μαζικής επικοινωνίας, είναι π.χ.:
— Η ανάγκη για συμμετοχή στις κοινωνικές διαδικασίες, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
— Η ανάγκη για νέες μορφές πρωτοβουλίας, για απελευθέρωση από την άγνοια και την παθητικότητα.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι συνήθως η ψευδαίσθηση της «πανταχού παρουσίας» του θεατή, ή κάτι σαν την «Βουλή των αναγνωστών» της εφημερίδας Bild, που δημιουργεί την αυταπάτη της άμεσης δημοκρατίας ενώ στην πραγματικότητα φροντίζει να ενισχύει τα πρότυπα προκαταλήψεων που καλλιεργούνται μέσα από τις στήλες.
Αυτό που εκφράζεται από την κατάσταση αυτή είναι το φανερό γεγονός ότι η κριτική ικανότητα και οι δυνατότητες πρόσληψης παραστάσεων των καταναλωτών των μαζικών μέσων δεν είναι το ίδιο υψηλές με το επίπεδο τεχνικής προόδου των ηλεκτρονικών μέσων, και ότι για τον λόγο αυτό η τεχνολογική πρόοδος μετατρέπεται σε νέες μορφές εξάρτησης για τους καταναλωτές οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν χείμαρρο πληροφοριών που μάλλον τους αποπροσανατολίζουν, καθώς δεν έχουν να αντιτάξουν ικανοποιητικές δυνατότητες λογικής επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών, και έτσι καταλήγουν στην τυφλή αφομοίωση αυθαίρετων «μηνυμάτων» που τους οδηγούν σε μόνιμη εξάρτηση από εξωτερική καθοδήγηση: ακριβώς το αντίθετο της δημοκρατικής διαμόρφωσης πολιτικής θέλησης. Η ικανότητα αντίληψης και κρίσης του μέσου καταναλωτή έχει ισοπεδωθεί από τις ασύλληπτες διαστάσεις των ερεθισμάτων που προσφέρει ο κόσμος των ηλεκτρονικών μαζικών μέσων, και έτσι το υποκείμενο κινδυνεύει κάθε στιγμή να μεταβληθεί σε αντικείμενο.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, και προπάντων η τηλεόραση, υπόσχονται να γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο προσφέροντας διασκέδαση. Στην πραγματικότητα όμως μένουν αιχμαλωτισμένα από τις ανάγκες της επαγγελματικής εργασίας, που είναι εξωτερικά κατευθυνόμενη, άρα αλλοτριωμένη εργασία. Η διασκέδαση, τα τουριστικά ταξίδια, «ρυθμίζονται» πολλές φορές με εντελώς «επαγγελματικό» τρόπο, με ορθολογικό καταμερισμό και εντολές των οργανωτών, στις οποίες υπακούν αυτοί που «διασκεδάζουν».
Ο ελεύθερος χρόνος υπακούει στους νόμους της εργασίας και του επαγγελματισμού. Η καταναλωτική νοοτροπία, με την οποία διαμορφώνεται ο ελεύθερος χρόνος από την βιομηχανία της διασκέδασης, έχει σκοπό να εξασφαλίζει ότι οι μάζες θα διατηρούν την καλή τους διάθεση. Η «βιομηχανία συνειδήσεων» έχει αναδειχθεί καθοριστικός παράγοντας στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, διαμορφώνοντας την νοοτροπία και την συμπεριφορά εκτεταμένων στρωμάτων του πληθυσμού όχι μόνο στις βιομηχανικές αλλά και στις χώρες του τρίτου κόσμου, και αυτό μπορεί να αναγνωρισθεί από ένα απλό γεγονός:
Κάθε φορά που εκδηλώνεται σε μία χώρα ένα πραξικόπημα για την εγκατάσταση στρατιωτικής δικτατορίας, οι πραξικοπηματίες φροντίζουν πάντοτε να καταλάβουν πρώτα όχι τους κεντρικούς δρόμους και τα δημόσια κτίρια ή τις βαριές βιομηχανίες, αλλά τους ραδιοσταθμούς, την τηλεόραση, τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών και τα κρατικά τυπογραφεία. Η κατοχή πληροφοριών σήμερα είναι σημαντικότερη παρά ποτέ, και αυτό μπορεί να φανεί από το γεγονός ότι ακόμη και ο μικρότερος οργανισμός διατηρεί τμήμα «δημοσίων σχέσεων».
Σε τί οφείλεται η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή της τηλεόρασης;
1. Μπορεί να προσφέρει τα πάντα για τους πάντες (και ιδίως «ζωντανά»).
2. Δείχνει (φαινομενικά τουλάχιστον) τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Έχει από την φύση της θετικιστικό χαρακτήρα, αφού δεν μπορεί να υπάρχει «λογική» εναλλακτική αντίδραση απέναντι στην πραγματικότητα εκτός από την προσαρμογή στην πραγματικότητα αυτή (παρουσίαση της απτής «πραγματικότητας»).
3. Σε σύγκριση με το τυπωμένο χαρτί, το μεγάφωνο του ραδιοφώνου ή την οθόνη του κινηματογράφου, η τηλεόραση αποτελεί ένα σύνθετο έργο τέχνης, που συνενώνει όλα τα προτερήματα των άλλων μέσων: ήχο, εικόνα, λόγο, χρώμα, σε συνδυασμό με την «ανθρώπινη νότα», χωρίς την οποία θα έχανε ένα μεγάλο μέρος από την «μαγεία» της.
4. Το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα της τηλεόρασης είναι η συνεχής παρουσία της στο σπίτι, όπως επίσης
5. Η οικονομική πλευρά: με την πληρωμή μίας ανεπαίσθητης συνδρομής (μηνιαία τέλη) μπορεί να έχει κανείς κάθε μέρα όλο τον κόσμο στο σπίτι του.
6. Η ιδιαιτερότητα της τηλεόρασης είναι η εξισορροπημένη παρουσίαση του συνόλου του κόσμου των ανθρώπων, και μάλιστα με την μεγαλύτερη δυνατή χρονική αμεσότητα, ώστε πατώντας ένα κουμπί να μπορεί ο καθένας να μεταφερθεί με τις αισθήσεις του σε κάθε σημείο της γης.
Ο όρος «πολιτιστική βιομηχανία» είναι απόλυτα δικαιολογημένος, καθώς η παρουσιαζόμενη ποικιλία καλύπτει στην πραγματικότητα μία ομοιομορφία. Τηλεόραση, κινηματογράφος, ραδιόφωνο, περιοδικά, σχηματίζουν ένα σύστημα, όλες οι συνιστώσες του οποίου συγκλίνουν. «Κατά βάθος πρόκειται για ένα κύκλο της χειραγώγησης και των αναπαραγόμενων αναγκών, που διαρκώς ενισχύουν την συνοχή του συστήματος», με μία διαδικασία αφομοίωσης συνηθειών και εμφύτευσης προτύπων συμπεριφοράς (παθητικότητα, απώλεια της πρωτοβουλίας και του αυθορμητισμού, αναζήτηση της λήθης, κτλ) στους θεατές (ακροατές).
Η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων απέναντι στα κυρίαρχα μέσα μαζικής επικοινωνίας υποβιβάζει τους ανθρώπους σε αντικείμενα: «οι διαθέσεις του κοινού, που δείχνουν να ευνοούν και πραγματικά ευνοούν το σύστημα της πολιτιστικής βιομηχανίας, είναι ένα μέρος του συστήματος και όχι η δικαίωσή του».
Στο βιβλίο «Ο απηρχαιωμένος άνθρωπος», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1956, ο Guenther Anders έχει δώσει μία ανάλυση των Αμερικανικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων, η οποία σήμερα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, δείχνει να επαληθεύεται.
Ο Karl Kraus, που είχε αφιερώσει την ζωή του στην «αποκάλυψη του ψεύδους του έντυπου λόγου», είχε πει:
«Εν αρχή ή ν ο Τύπος, και κατόπιν δημιουργήθηκε ο κόσμος». Σήμερα η μορφή αυτή της κριτικής του τύπου είναι τουλάχιστον αφελής. Με δεδομένη την τηλεοπτική κατανάλωση, θα ήταν σωστότερο να πούμε:
«Εν αρχή ην η εκπομπή, και για χάρη της δημιουργήθηκε ο κόσμος».
Απ’ το βιβλίο: Kurt Lenk, Πολιτική Κοινωνιολογία, Εκδόσεις Επίκεντρο
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές.
πηγή
Σαν μέσα μαζικής επικοινωνίας θεωρούνται γενικά όχι μόνο ο τύπος, ο κινηματογράφος, η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, αλλά επίσης οι δίσκοι, κασέτες, βιντεοταινίες, κτλ. Το κοινό στοιχείο σε όλα αυτά τα μέσα είναι η ποσοτικά μεγάλη διάδοση, η σχετική ομοιομορφία του περιεχομένου, και ο μονόπλευρος χαρακτήρας της επικοινωνίας που προσφέρουν χάρη στον οποίο εξασφαλίζεται η ενσωμάτωση μεγάλων και συχνά ετερογενών στρωμάτων του πληθυσμού...
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν ήδη εξελιχθεί σε κοινωνικο-πολιτιστικούς θεσμούς, ανάλογους με τους θεσμούς των πρωτόγονων πολιτισμών που ήταν γνωστοί στην εθνολογία του προηγούμενου αιώνα σαν «ανιμιστικές θρησκείες». Η διαφορά απέναντι στους θεσμούς εκείνους έγκειται ουσιαστικά μόνο στο γεγονός ότι στα σημερινά μαζικά μέσα είναι ανοιχτό το θέμα «ποιός λέει τί σε ποιόν, σε ποιό κανάλι, και με ποιό σκοπό». Αντίθετα στους πρωτόγονους πολιτισμούς ήταν ξεκαθαρισμένο ποιός θα παίξει τον ρόλο του «πνεύματος» και ποιός του «δέκτη». Από τότε έχουν μεσολαβήσει μάγοι, μάντεις, ιερείς, που γιάτρευαν ή χόρευαν τον χορό της βροχής, με ουσιαστικό ρόλο την μεσολάβηση και την επικοινωνία με τα πνεύματα και τους προγόνους.
Αν ανοίξουμε ένα παλιότερο λεξικό και αναζητήσουμε την λέξη «medium» (= μέσο επικοινωνίας), θα συναντήσουμε κατά κανόνα μία παραπομπή στο λήμμα «πνευματισμός». Παρόλη την διαφορά της από την σημερινή έννοια των μαζικών μέσων επικοινωνίας, η έννοια του «μέντιουμ» εξακολουθεί να έχει ένα κοινό με αυτά: την μεταβίβαση πληροφοριών από τον «άλλο κόσμο», που σήμερα δεν είναι παρά ο υπόλοιπος κόσμος, πέρα από τους τέσσερις τοίχους του θεατή. Η υποβλητικότητα και η γοητεία που έχουν ιδιαίτερα οι «ζωντανές μεταδόσεις», δεν είναι ξένη προς την αντίστοιχη υποβλητικότητα των πνευματιστικών «μέντιουμ». Ο μέσος (δυτικό-)Γερμανός παρακολουθεί κατά μέσο όρο 2 ώρες καθημερινά τηλεόραση τις εργάσιμες ημέρες, και πάνω από 3 ώρες Σάββατο και Κυριακή. Ο χρόνος που αφιερώνει σε διάβασμα είναι μισή ώρα κατά μέσο όρο για εφημερίδες (συνήθως τοπικές) και περιοδικά, και κάτω από 15 λεπτά για βιβλία.
Όταν η παραστατικότερη και άρα «πειστικότερη» εικόνα πάρει την θέση του γραπτού λόγου, το αποτέλεσμα είναι ο βαθμιαίος περιορισμός της αφαιρετικής δραστηριότητας και του νοητικού προβληματισμού. Η τηλεόραση —και σε μικρότερο βαθμό το ραδιόφωνο— διαμορφώνει πολιτικές απόψεις, ακόμη και όταν δεν μεταδίδει τίποτε το φανερά πολιτικό. Όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, και όχι μόνο ο τύπος, αποτελούν ένα είδος «τέταρτης εξουσίας». Η τηλεόραση είναι ένα μέσον που επιδρά στον συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη. Οι συγκεκριμένες και ζωντανές εικόνες έχουν πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από τον έντυπο λόγο, ο οποίος προκαλεί τουλάχιστον τον σκεπτικισμό του αναγνώστη καθώς απαιτεί προσπάθεια για να κατανοηθεί. Ο χαρακτηρισμός «ζωντανός» μπορεί να συνδεθεί μόνο με την εικόνα. Αλλά η «ζωντανή» εικόνα δεν είναι υποχρεωτικά πραγματική.
Ανεξάρτητα από την προσωπική στάση του καθενός απέναντι στις θετικές, αρνητικές ή ουδέτερες επιδράσεις της τηλεόρασης, το γεγονός είναι ότι η εικόνα κυριαρχεί πάνω στις συζητήσεις και τις διαθέσεις, και οπωσδήποτε έχει βαθιά επιρροή στον κόσμο των παραστάσεων εκείνων στους οποίους απευθύνεται.
Οι δυσκολίες αρχίζουν ήδη από το θέμα της «δημοσιότητας» της τηλεόρασης. Από την μία πλευρά το τηλεοπτικό κοινό —δηλαδή η πλειοψηφία των τακτικών καταναλωτών αυτού του μαζικού μέσου— δεν αποτελεί ένα κοινό που θα ήταν πραγματικά σε θέση να παρουσιάσει μία δημόσια αντίδραση με πολιτικές συνέπειες. Αντίθετα αποτελείται από έναν κυριολεκτικά ανώνυμο στρατό μεμονωμένων ατόμων και μικρών ομάδων, οι επιθυμίες των οποίων μπορούν ίσως να διαπιστωθούν με την βοήθεια δημοσκοπήσεων, αλλά οι οποίοι δεν μπορούν να διαμορφώσουν συνεπή συνολική πολιτική θέληση. Είναι αμφίβολο αν με την «μονοδρομική» δομή της τηλεόρασης θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί «κοινή γνώμη». Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι αυτοί που βρίσκονται στην θέση του «θεατή» δεν είναι εύκολο και ούτε έχουν την θέληση να αντιμετωπίσουν με δυσπιστία αυτά που βλέπουν.
Αν στο σημείο αυτό κάναμε λόγο για «σκηνοθεσία», αυτό θα σήμαινε ότι η σκηνοθεσία μπορεί να διαχωρισθεί από την «πραγματικότητα», κάτι που προϋποθέτει μία αρκετά σοβαρή κριτική ικανότητα από την πλευρά του θεατή.
Με την συνεχιζόμενη και αυξανόμενη τηλεοπτική κατανάλωση, ο ήδη υπερφορτωμένος θεατής βρίσκεται διαρκώς περισσότερο απομονωμένος και αβοήθητος. Και αυτό που κάνει συνήθως κάποιος που αισθάνεται αβοήθητος, είναι να αναζητήσει λαβή από τις υπάρχουσες δομές, να προσαρμοσθεί στο κλίμα των αντιλήψεων γύρω του, το κλίμα δηλαδή που του μεταφέρεται —αν δεν κατασκευάζεται— από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Και από την άλλη πλευρά, αυτό που αποφεύγουν οι δημιουργοί των προγραμμάτων είναι να προξενούν δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, κάτι που κατά κανόνα συμβαίνει όταν θίγονται καθιερωμένες «αυτονόητες» συνήθειες, όταν τα πράγματα δεν γίνονται «όπως πρέπει».
Η εικόνα και οι πολύπλευρες δυνατότητες παρουσίασής της, ο καταιγισμός των οπτικών ερεθισμάτων, έχουν παραγκωνίσει τον ακουστικό λόγο, δηλαδή την ουσιαστική πληροφορία, σε δευτερεύοντα ρόλο. Αυτό που μεταδίδεται από την τηλεόραση, το μήνυμα, επειδή ακριβώς είναι κυρίως εικόνα και όχι λόγος, οδηγεί τον θεατή σε μία παθητική καταναλωτική στάση.
Η τηλεοπτική εικόνα γίνεται πιστευτή, αλλά η πιστευτή εικόνα δεν γίνεται απόλυτα κατανοητή, και ούτε θα μπορούσε ποτέ να γίνει, αφού έρχεται αμέσως η επόμενη εικόνα που δεν αφήνει χρόνο για προβληματισμό πάνω στην προηγούμενη. Φαντάσματα, που διεισδύουν στο δωμάτιο του αποδέκτη, και αναβάλουν επ' αόριστον την λογική επεξεργασία των λαμβανόμενων λεκτικών πληροφοριών μεταβάλλοντας την πληροφόρηση σε απλό οπτικό καταναλωτισμό: ο ουσιαστικός προορισμός του τεχνολογικού θαύματος της τηλεόρασης.
Η συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των σημερινών θεατών καταλαμβάνεται συστηματικά από προγράμματα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που παίρνουν την θέση των «προσωπικών αναγκών». Τα ενδιαφέροντα που έχουν γίνει υποκειμενικά —καθώς έχουν αποκοπεί από τα κοινά— καλύπτονται από τα μαζικά μέσα, και συχνά παραγκωνίζονται από άλλα, χάρη στην τεχνική πρόοδο. Με τον τρόπο αυτό έχει μεταβληθεί ριζικά η σχέση μεταξύ «ιδιωτικής» και «δημόσιας» ζωής. Στην θέση της «προσωπικής σφαίρας», της αυτοσυγκέντρωσης και της περισυλλογής, έχει περάσει ένα ανώνυμο «πρόγραμμα», που, χωρίς να έχει σημασία το συγκεκριμένο περιεχόμενο του, εξυπηρετεί την ισοπέδωση της προσωπικής ταυτότητας, τον παραμερισμό των υποκειμενικών αναμνήσεων, και άρα την «λήθη».
Το κριτήριο για την επιτυχία ενός προγράμματος, τα υψηλά ποσοστά ακροαματικότητας, είναι ήδη ένα προϊόν της παθητικής νοοτροπίας των αποδεκτών, ο ελεύθερος χρόνος των οποίων καταναλώνεται με την παρακολούθηση των προγραμμάτων.
Ο τηλεοπτικός εθισμός είναι το τεχνικά τελειοποιημένο υποκατάστατο για την έλλειψη της πραγματικής επικοινωνίας. Η ισότιμη επικοινωνία προϋποθέτει διαδικασίες κατανόησης, στο πνεύμα ενός διαλόγου μεταξύ υποκειμένων με μεταβιβάσιμο σύνολο παραστάσεων, ενώ η τηλεόραση παραμένει ένας εξωτερικός μονόλογος, που χάρη στην τεχνική του τελειότητα διαθέτει το κύρος της δημόσιας δεσμευτικότητας.
Τα τηλεοπτικά μέσα σκηνοθετούν ψευτο-διαλόγους και παράγουν ανώνυμα πρότυπα αναγκών, προσφέροντας ευκαιρίες ταύτισης με αυτά, την πραγματοποίηση της οποίας όμως δεν επιτρέπει. Η οικογένεια απαλλάσσεται από την υποχρέωση ενός διαλόγου. Καθώς δεν έχει κανείς να πει τίποτε, αφήνει το «κουτί» να μιλάει, ενώ κατά κανόνα ούτε τα ερεθίσματα που προσφέρει αυτό χρησιμεύουν σαν αφορμές για επικοινωνία, έστω και με την μορφή «καυγά». Η παράλυση των παθητικών θεατών αντικατοπτρίζεται από την πολιτική απάθεια του εκλογικού σώματος, που έχει γίνει κανόνας. Ο θεατής μαθαίνει από την τηλεόραση για την πολιτική: ότι η τάδε συγκεκριμένη απόφαση είναι επιτυχία των τάδε πολιτικών, που μόλις συνεδρίασαν και κατέληξαν στην τάδε απόφαση, και από τις χειραψίες και τα χαμόγελα των οποίων μπροστά στον φακό μπορεί κανείς να καθησυχασθεί, ότι παρά τις δυσμενείς συγκυρίες βρέθηκε η καλύτερη δυνατή λύση. Ή ακόμη, αν δεν έχει βρεθεί η λύση: αυτός που τους είδε από το δωμάτιο του να κατεβαίνουν προβληματισμένοι τα σκαλοπάτια έξω από το κτίριο της συνεδρίασης, θα είχε ποτέ το θράσος να τους κατακρίνει, ή να σκεφθεί ότι θα μπορούσε ίσως ο ίδιος να τα καταφέρει καλύτερα;
Το μήνυμα που έρχεται από την οθόνη είναι σαφές: η πολιτική είναι το πεπρωμένο των πολλών, και βρίσκεται στα χέρια των λίγων, που κάνοντας χαμογελαστοί αισιόδοξες δηλώσεις υποβάλλουν τα έργα τους κάθε τετραετία στην κρίση των εκλογέων. Η εξατομίκευση και η αντιστροφή της «προσωπικής ζωής», που έχει στραφεί προς την δημόσια, αλληλοσυμπληρώνονται, και κάνουν την πολιτική να εμφανίζεται σαν κάτι το απόλυτο και υπερβατικό στον ορίζοντα των θεατών.
Αυτό που προσφέρει η τηλεόραση χάρη στην δομή της, όσον αφορά την σχέση της με την πολιτική, μπορεί να περιγραφεί σαν η τυποποίηση και η επισφράγιση της αποξένωσης του εκλογέα από την πολιτική, και παράλληλα η εξύψωση αυτής της αποξένωσης σε ένα καθεστώς δεύτερης φύσης. Έτσι η πολιτική αποκτά τον χαρακτήρα ενός τομέα της ψυχαγωγίας, μίας ψυχαγωγίας που δεν είναι πάντοτε επιτυχημένη, κάτι που αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι οι πολιτικές εκπομπές συνήθως μεταδίδονται σε ώρες με μικρή ζήτηση, σαν ένα αναγκαίο κακό για την συμπλήρωση του προγράμματος.
Η τηλεόραση είναι η τεχνικά τελειοποιημένη κατάσταση της εξάρτησης. Τεχνικά τελειοποιημένη, επειδή για να υπάρξει εξάρτηση πρέπει να υπάρχει παράλληλα και ένας βαθμός αυτονομίας, η εκμηδένιση της οποίας είναι ακριβώς η ιδιαίτερη επιτυχία ενός τόσο ολοκληρωτικού μέσου όπως η τηλεόραση. Για να μπορεί να γίνει λόγος για παθητική αποδοχή και απλή αναπαραγωγή της αλλοτριωμένης ύπαρξης των υποκειμένων που έχουν απογυμνωθεί από την συνείδηση τους, είναι απαραίτητο να υπάρχει ο ορισμός της αυτόνομης διαφοροποίησης μεταξύ ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, η οποία όμως ιστορικά έχει δεθεί με τον διαχωρισμό μεταξύ προσωπικής ζωής και δημοσιότητας, τον πυρήνα του αστικού τρόπου ζωής, που σήμερα έχει πάψει να υπάρχει. Έτσι είναι εύκολο για ένα μαζικό μέσον όπως η τηλεόραση να παρεμβαίνει στην ήδη κορεσμένη ιδιωτική σφαίρα και να την προγραμματίζει.
Η αλλοτρίωση που προκαλείται από την τηλεόραση και τις περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες, κυρίως τα αστυνομικά έργα και τα γουέστερν, έχει περιγραφεί από τον Adorno με την εξής εικόνα: «Η τέχνη ... περιπλανείται μεν σαν αμάξι τσιγγάνων σε όλο τον κόσμο, αλλά ουσιαστικά δεν βγαίνει ποτέ από το στούντιο».
Η αρνητική έννοια της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, όπως έχει καθιερωθεί μέσα από τα τηλεοπτικά μέσα, είναι από πολιτική άποψη ύποπτη, και μάλιστα όχι επειδή τα περισσότερα προσφερόμενα ερεθίσματα είναι «φτηνά» ή «χαμηλού επιπέδου», αλλά επειδή χάρη στην τηλεόραση έχει χαθεί κάθε δυνατότητα αυθορμητισμού και αυτόνομης κριτικής.
Η κριτική προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προκαλεί από την άλλη πλευρά με ευκολία τις υποψίες για νοσταλγική προσκόλληση στο παρελθόν (έντυπος λόγος, φωτογραφία, κινηματογράφος) και ρομαντική απόρριψη της τεχνικής επανάστασης των ηλεκτρονικών μέσων. Όμως ακόμη και αν ήταν έτσι, η τάση αυτή θα ήταν καταδικασμένη. Τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας υπάρχουν, και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς.
Η κριτική πάντως δεν στρέφεται εναντίον των τεχνικών δυνατοτήτων που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά προσανατολίζεται στο θέμα της χρήσης τους. Αναμφίβολα τα μέσα αυτά αποτελούν μία απάντηση στην μαζική ανάγκη για πλουραλισμό και ευκολία πρόσβασης στην πληροφόρηση, για διεύρυνση των δυνατοτήτων πρόσληψης παραστάσεων: αλλά ταυτόχρονα εκμεταλλεύονται αυτή ακριβώς την ανάγκη. Η ελκυστικότητα των μαζικών μέσων δεν στηρίζεται στην δημιουργία τεχνητών αναγκών, αλλά στην εκμετάλλευση υπαρκτών και νόμιμων αναγκών. Η ύπαρξη αυτών των μέσων εγείρει υποσχέσεις και προσδοκίες, οι οποίες δεν εκπληρώνονται με τον τρόπο της χρησιμοποίησής τους.
Τέτοιες φυσιολογικές και παραδεκτές ανάγκες, που εκφράζονται με την κατανάλωση των μέσων μαζικής επικοινωνίας, είναι π.χ.:
— Η ανάγκη για συμμετοχή στις κοινωνικές διαδικασίες, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
— Η ανάγκη για νέες μορφές πρωτοβουλίας, για απελευθέρωση από την άγνοια και την παθητικότητα.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι συνήθως η ψευδαίσθηση της «πανταχού παρουσίας» του θεατή, ή κάτι σαν την «Βουλή των αναγνωστών» της εφημερίδας Bild, που δημιουργεί την αυταπάτη της άμεσης δημοκρατίας ενώ στην πραγματικότητα φροντίζει να ενισχύει τα πρότυπα προκαταλήψεων που καλλιεργούνται μέσα από τις στήλες.
Αυτό που εκφράζεται από την κατάσταση αυτή είναι το φανερό γεγονός ότι η κριτική ικανότητα και οι δυνατότητες πρόσληψης παραστάσεων των καταναλωτών των μαζικών μέσων δεν είναι το ίδιο υψηλές με το επίπεδο τεχνικής προόδου των ηλεκτρονικών μέσων, και ότι για τον λόγο αυτό η τεχνολογική πρόοδος μετατρέπεται σε νέες μορφές εξάρτησης για τους καταναλωτές οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν χείμαρρο πληροφοριών που μάλλον τους αποπροσανατολίζουν, καθώς δεν έχουν να αντιτάξουν ικανοποιητικές δυνατότητες λογικής επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών, και έτσι καταλήγουν στην τυφλή αφομοίωση αυθαίρετων «μηνυμάτων» που τους οδηγούν σε μόνιμη εξάρτηση από εξωτερική καθοδήγηση: ακριβώς το αντίθετο της δημοκρατικής διαμόρφωσης πολιτικής θέλησης. Η ικανότητα αντίληψης και κρίσης του μέσου καταναλωτή έχει ισοπεδωθεί από τις ασύλληπτες διαστάσεις των ερεθισμάτων που προσφέρει ο κόσμος των ηλεκτρονικών μαζικών μέσων, και έτσι το υποκείμενο κινδυνεύει κάθε στιγμή να μεταβληθεί σε αντικείμενο.
Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, και προπάντων η τηλεόραση, υπόσχονται να γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο προσφέροντας διασκέδαση. Στην πραγματικότητα όμως μένουν αιχμαλωτισμένα από τις ανάγκες της επαγγελματικής εργασίας, που είναι εξωτερικά κατευθυνόμενη, άρα αλλοτριωμένη εργασία. Η διασκέδαση, τα τουριστικά ταξίδια, «ρυθμίζονται» πολλές φορές με εντελώς «επαγγελματικό» τρόπο, με ορθολογικό καταμερισμό και εντολές των οργανωτών, στις οποίες υπακούν αυτοί που «διασκεδάζουν».
Ο ελεύθερος χρόνος υπακούει στους νόμους της εργασίας και του επαγγελματισμού. Η καταναλωτική νοοτροπία, με την οποία διαμορφώνεται ο ελεύθερος χρόνος από την βιομηχανία της διασκέδασης, έχει σκοπό να εξασφαλίζει ότι οι μάζες θα διατηρούν την καλή τους διάθεση. Η «βιομηχανία συνειδήσεων» έχει αναδειχθεί καθοριστικός παράγοντας στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, διαμορφώνοντας την νοοτροπία και την συμπεριφορά εκτεταμένων στρωμάτων του πληθυσμού όχι μόνο στις βιομηχανικές αλλά και στις χώρες του τρίτου κόσμου, και αυτό μπορεί να αναγνωρισθεί από ένα απλό γεγονός:
Κάθε φορά που εκδηλώνεται σε μία χώρα ένα πραξικόπημα για την εγκατάσταση στρατιωτικής δικτατορίας, οι πραξικοπηματίες φροντίζουν πάντοτε να καταλάβουν πρώτα όχι τους κεντρικούς δρόμους και τα δημόσια κτίρια ή τις βαριές βιομηχανίες, αλλά τους ραδιοσταθμούς, την τηλεόραση, τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών και τα κρατικά τυπογραφεία. Η κατοχή πληροφοριών σήμερα είναι σημαντικότερη παρά ποτέ, και αυτό μπορεί να φανεί από το γεγονός ότι ακόμη και ο μικρότερος οργανισμός διατηρεί τμήμα «δημοσίων σχέσεων».
Σε τί οφείλεται η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή της τηλεόρασης;
1. Μπορεί να προσφέρει τα πάντα για τους πάντες (και ιδίως «ζωντανά»).
2. Δείχνει (φαινομενικά τουλάχιστον) τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Έχει από την φύση της θετικιστικό χαρακτήρα, αφού δεν μπορεί να υπάρχει «λογική» εναλλακτική αντίδραση απέναντι στην πραγματικότητα εκτός από την προσαρμογή στην πραγματικότητα αυτή (παρουσίαση της απτής «πραγματικότητας»).
3. Σε σύγκριση με το τυπωμένο χαρτί, το μεγάφωνο του ραδιοφώνου ή την οθόνη του κινηματογράφου, η τηλεόραση αποτελεί ένα σύνθετο έργο τέχνης, που συνενώνει όλα τα προτερήματα των άλλων μέσων: ήχο, εικόνα, λόγο, χρώμα, σε συνδυασμό με την «ανθρώπινη νότα», χωρίς την οποία θα έχανε ένα μεγάλο μέρος από την «μαγεία» της.
4. Το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα της τηλεόρασης είναι η συνεχής παρουσία της στο σπίτι, όπως επίσης
5. Η οικονομική πλευρά: με την πληρωμή μίας ανεπαίσθητης συνδρομής (μηνιαία τέλη) μπορεί να έχει κανείς κάθε μέρα όλο τον κόσμο στο σπίτι του.
6. Η ιδιαιτερότητα της τηλεόρασης είναι η εξισορροπημένη παρουσίαση του συνόλου του κόσμου των ανθρώπων, και μάλιστα με την μεγαλύτερη δυνατή χρονική αμεσότητα, ώστε πατώντας ένα κουμπί να μπορεί ο καθένας να μεταφερθεί με τις αισθήσεις του σε κάθε σημείο της γης.
Ο όρος «πολιτιστική βιομηχανία» είναι απόλυτα δικαιολογημένος, καθώς η παρουσιαζόμενη ποικιλία καλύπτει στην πραγματικότητα μία ομοιομορφία. Τηλεόραση, κινηματογράφος, ραδιόφωνο, περιοδικά, σχηματίζουν ένα σύστημα, όλες οι συνιστώσες του οποίου συγκλίνουν. «Κατά βάθος πρόκειται για ένα κύκλο της χειραγώγησης και των αναπαραγόμενων αναγκών, που διαρκώς ενισχύουν την συνοχή του συστήματος», με μία διαδικασία αφομοίωσης συνηθειών και εμφύτευσης προτύπων συμπεριφοράς (παθητικότητα, απώλεια της πρωτοβουλίας και του αυθορμητισμού, αναζήτηση της λήθης, κτλ) στους θεατές (ακροατές).
Η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων απέναντι στα κυρίαρχα μέσα μαζικής επικοινωνίας υποβιβάζει τους ανθρώπους σε αντικείμενα: «οι διαθέσεις του κοινού, που δείχνουν να ευνοούν και πραγματικά ευνοούν το σύστημα της πολιτιστικής βιομηχανίας, είναι ένα μέρος του συστήματος και όχι η δικαίωσή του».
Στο βιβλίο «Ο απηρχαιωμένος άνθρωπος», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1956, ο Guenther Anders έχει δώσει μία ανάλυση των Αμερικανικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων, η οποία σήμερα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, δείχνει να επαληθεύεται.
Ο Karl Kraus, που είχε αφιερώσει την ζωή του στην «αποκάλυψη του ψεύδους του έντυπου λόγου», είχε πει:
«Εν αρχή ή ν ο Τύπος, και κατόπιν δημιουργήθηκε ο κόσμος». Σήμερα η μορφή αυτή της κριτικής του τύπου είναι τουλάχιστον αφελής. Με δεδομένη την τηλεοπτική κατανάλωση, θα ήταν σωστότερο να πούμε:
«Εν αρχή ην η εκπομπή, και για χάρη της δημιουργήθηκε ο κόσμος».
Απ’ το βιβλίο: Kurt Lenk, Πολιτική Κοινωνιολογία, Εκδόσεις Επίκεντρο
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές.
πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου